προλαμβάνω

προλαμβάνω
προλαμβάνω, πρόλαβα βλ. πίν. 165
——————
Σημειώσεις:
προλαβαίνωπρολαμβάνω, προλαμβάνομαι : τα δύο ρ. έχουν ως κοινή την έννοια εμποδίζω, με έγκαιρη παρέμβαση, να γίνει κάτι δυσάρεστο.
Μ' αυτή την έννοια απαντάται και η παθητική φωνή προλαμβάνομαι.
Ο παθ. αόριστος δε συνηθίζεται, συνηθίζεται κυρίως ο αόριστος υποτακτικής (να προληφθώ).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προλαμβάνω — take pres subj act 1st sg προλαμβάνω take pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαμβάνω — ΝΜΑ, και προλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, λαμβάνω πρώτος (α. «προλαμβάνω τον μισθό μου» β. «προλαμβάνειν γάλα μετὰ μέλιτος», επιγρ.) 2. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαβών, ούσα, όν ο προηγούμενος νεοελλ. 1. φθάνω… …   Dictionary of Greek

  • προλαμβάνετε — προλαμβάνω take pres imperat act 2nd pl προλαμβάνω take pres ind act 2nd pl προλαμβάνω take imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαμβάνῃ — προλαμβάνω take pres subj mp 2nd sg προλαμβάνω take pres ind mp 2nd sg προλαμβάνω take pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαβόν — προλαμβάνω take aor part act masc voc sg προλαμβάνω take aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαβόντα — προλαμβάνω take aor part act neut nom/voc/acc pl προλαμβάνω take aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαβόντων — προλαμβάνω take aor part act masc/neut gen pl προλαμβάνω take aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαμβανομένων — προλαμβάνω take pres part mp fem gen pl προλαμβάνω take pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαμβανόμενον — προλαμβάνω take pres part mp masc acc sg προλαμβάνω take pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλαμβανόντων — προλαμβάνω take pres part act masc/neut gen pl προλαμβάνω take pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”